- κολυμβητά
- επίρρ. вплавь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολυμβητά — κολυμβητά̱ , κολυμβητής diver masc nom/voc/acc dual κολυμβητής diver masc voc sg κολυμβητής diver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητάς — κολυμβητά̱ς , κολυμβητής diver masc acc pl κολυμβητά̱ς , κολυμβητής diver masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)